λευκηπατίας

λευκηπατίας
λευκ-ηπᾰτίας or [full] λευχηπᾰτίας, ου, ,
A white-livered, i.e. cowardly, Com.Adesp.1072.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λευκηπατίας — λευκηπατίας, ὁ (Α) βλ. λευχηπατίας …   Dictionary of Greek

  • λευχηπατίας — και λευκηπατίας, ὁ (Α) αυτός που έχει «άσπρο» συκώτι, δηλ. ο δειλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἡπατίας (< ἧπαρ, ατος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”